μεσορρίνιο

μεσορρίνιο
το
ανατ. βλ. μεσορρίνιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσορρίνιος — α, ο 1. ανθρωπολ. αυτός τού οποίου η μύτη έχει μέσο μέγεθος, δηλ. ρινικό δείκτη μεταξύ 70 και 85 2. το ουδ. ως ουσ. το μεσορρίνιο ανατ. οβελιαίο διάφραγμα που διαιρεί το οστέινο κύτος τής μύτης σε δύο κοιλότητες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”